- φουρνοειδής
- φουρνο-ειδής, ές,A oven-like, κάμινος Zos.Alch.p.173B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φουρνοειδής — oven like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουρνοειδής — ές, Μ όμοιος με φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek